
Χτες ήμουν απόγευμα στην δουλειά, αυτό σημαίνει ότι είμαι στο πρακτορείο από τις 3 το μεσημέρι ως τις 10 το βράδυ περίπου.
Η διαφορά ανάμεσα στην πρωινή και την απογευματινή βάρδια είναι μεγάλη.
Πρώτα πρώτα το πρωί έχει λιγότερη δουλειά, το απόγευμα έχουν σχολάσει από τις δουλειές τους και έχουν χρόνο να παίξουν.
Επίσης το πρωί μαζεύονται άλλου είδους άνθρωποι, συνταξιούχοι, ταξιτζήδες, οι χτίστες από την οικοδομή απέναντι, νοικοκυρές που περνούν και θυμούνται την διαφήμιση με το μεγάλο τζακποτ…
Το απόγευμα έρχονται οι άλλοι, οι μεγαλύτεροι παίκτες, αυτοί που έχουν δεν έχουν θα ξοδέψουν κάποια χρήματα είτε για να γεμίσουν την τσέπη τους είτε το μυαλό τους.
Υπάρχουν και κάποιοι που δεν έχουν συγκεκριμένη ώρα, μάλλον άνεργοι αλλά με λεφτά, δεν έρχονται ποτέ μόνοι, η παρέα τους θα είναι 3 άτομα και πάνω.
Μιλώ για τους αλβανούς, αυτούς που πάντα όταν αναφέρεται ο ένας στον άλλον θα μιλήσουν στην γλώσσα τους, άσχετα αν πριν μισό λεπτό μου μιλούσαν με σχεδόν άπταιστα ελληνικά.
Κάποιοι από αυτούς είναι ψαρωμένοι και κάποιοι το ακριβώς αντίθετο.
Εμένα η δουλειά μου είναι να εξυπηρετώ όλους όσους διαλέγουν το δικό μας πρακτορείο να κυνηγήσουν την τύχη τους και αυτό κάνω
Είναι κάποιες φορές όμως που θέλω πάρα πολύ να πάρω τον καφέ και να τον πετάξω με δύναμη στο κεφάλι κάποιου μαζί με το φλυτζάνι.
Μπήκε χθες ο αλβανός, μεθυσμένος και ήθελε να παίξει 5 ευρώ και να κερδίσει 500… τώρα αν γίνεται, μην περιμένει.
Δεν έγινε τίποτε και βγάζει άλλα 5 να παίξει βρίζοντας ιερά και όσια.
Μερικοί πελάτες δυσανασχέτησαν και κανονικά θα έπρεπε να του είχα μιλήσει από εκείνη τη στιγμή, αλλά ήταν μεθυσμένος και ο τρελός είδε τον μεθυσμένο και φοβήθηκε…
Η συνέχεια είναι ένα θρίλερ, γιατί δεν ο τύπος δεν κέρδισε τίποτε και ποιος θα την πληρώσει?
Όταν είδα ότι αγρίεψε πολύ και οι φωνές του ήταν έντονες, τον φωνάζω κοντά και του λέω ότι τώρα είναι η ώρα που πρέπει να φύγει, με κοιτάζει με ύφος σκληρού άντρα πολλά-βαρύ και μου λέει : «και ποια είσαι εσύ που θα μου πεις πότε θα φύγω και πότε όχι?»
«εγώ είμαι η υπεύθυνη του μαγαζιού και σου ζητάω να φύγεις τώρα» του λέω με όση ψυχραιμία μου είχε μείνει.
«να πας να γαμηθείς κι εσύ και το μαγαζί σου» μου λέει πολύ ευγενικά ο αλβανός και βγάζει άλλα 5 ευρώ να παίξει.
Για κάποιο παράξενο λόγο, δεν θύμωσα, ίσως επειδή ήταν τόσο λιώμα ή ίσως επειδή έμοιαζε τόσο ηλίθιος… δεν ξέρω.
Τον ξαναφωνάζω κοντά και του λέω ψιθυριστά : «Πρέπει να μην παίξεις άλλο, σου έχω ρίξει τόσες κατάρες που δεν υπάρχει περίπτωση να κερδίσεις ούτε σε χίλια χρόνια» και του χαμογελάω.
Ο αλβανός τινάζεται ( οι άνθρωποι που παίζουν τυχερά πιστεύουν πολύ σε γούρια, ατυχίες στο μάτι κλπ κλπ), μαζεύει τα πράγματά του και νομίζω ακόμα τρέχει.
Αντιμετωπίστηκε και αυτό, ως την επόμενη φορά… ψυχραιμία