20080330

θυμός


είναι θυμός αυτό το κατακόκκινο θηρίο που τρυπάει το μυαλό μου
ξέρω πως είναι εκεί τον νιώθω να φουντώνει, να καίει τα μέσα μου
οδηγεί τις σκέψεις μου σε μαύρα σκοτάδια και ουρλιάζει σαν σε κλουβί
ενώνεται με το άδικο και θεριεύει
καλειδοσκοπικά αλλάζουν οι εικόνες σαν τη διάθεσή μου

πέθανε ή φύγε
πες μου πού κρύβεσαι όταν χαμογελάω να ρθω να σε σκοτώσω όταν κοιμάσαι
το φωτάκι που αναβοσβήνει κίνδυνος έγινε πρόκληση με σένα μέσα μου
μισώ τη λέξη που σχηματίζουν οι σκιές σου, μισώ το φως που ρίχνεις στη δειλία μου
με πνίγεις
φύγε ή πέθανε

20080323

ο ζωγράφος


-Είπε να κοιτάξουμε προσεκτικά τα πρόσωπα των παιδιών, να παρατηρήσουμε τις εκφράσεις τους και να διαλέξουμε μια που θα προσπαθήσουμε να την ζωγραφίσουμε μόνοι …
Μέχρι να κοιτάξω και να διαλέξω ποια θα πάρω εγώ, είχαν μείνει μόνο δύο… αυτός που ουρλιάζει κι ένας άλλος που έκλαιγε πολύ… διάλεξα αυτόν που ουρλιάζει γιατί ο κλαψιάρης δεν μου άρεσε καθόλου και τελικά μου ταίριαξε… όσο τον ζωγράφιζα σκεφτόμουν εσένα κι όλες τις φορές που σου μιλάω, εσύ δεν ακούς , αναγκάζομαι να φωνάξω και μετά με μαλώνεις που δε μιλάω ήρεμα….




Παναγιώτης ζωγράφος 10

20080317

έτοιμος



Η Γη πλημμύρισε Άνοιξη
Έγινε η μισή πράσινη και σοκολατένιο καφέ η υπόλοιπη
Εκστασιασμένα πλασματάκια αυτοκτονούσαν στο τζάμι μπροστά μου και με μια μανία αλλιώτικη έτρεχα όλο και πιο γρήγορα λες και αν έφευγα από κει θα έσωζα τον κόσμο
Μύριζε ο αέρας φρεσκοσκαμένο χώμα και λευκές κορδέλες σύννεφα γράφονταν στον ουρανό σαν δρόμοι χωρίς κίνηση έτοιμοι να μεταφέρουν ότι θέλει η ψυχή
Έψαχνα να βρω τη λέξη που ταιριάζει κι αν με άφηναν οι Κένταυροι που κυνηγούσαν τις μικροσκοπικές νεραϊδούλες και αναστάτωναν την πλάση θα την είχα βρει νωρίτερα
Αν δε γινόταν το χιόνι μαύρη λάσπη έτοιμη να με καταπιεί σε κάθε βήμα μου θα την είχα ήδη ανακαλύψει

Άρχισε να νυχτώνει και μικρά φιδάκια αλήθειες έβγαιναν ένα ένα από το στόμα των ανθρώπων
Καθισμένοι όπως είμαστε στο λευκό τραπέζι πάνω από τα κύματα κοίταζα τα μεταλλαγμένα φιδάκια να σέρνονται αργά ή να πετάγονται σαν σαϊτες και να κάνουν βουτιά στο απέραντο μπλε
Έψαχνα για κείνη τη λέξη ακόμα κι αν δεν ήταν το δροσερό αεράκι από κείνο το κύμα να μου παίρνει λίγο λίγο τα μυαλά θα την είχα βρει ως τώρα
Αν δεν ήταν το βουνό απέναντι να μου τραβάει τη ματιά γνέφοντας κάτι που δεν καταλάβαινα θα την είχα πιάσει πριν καιρό πολύ

Η ζωή κυλάει σαν ποταμάκι και κάνει θαύματα, ανεξήγητα, ενάντια σε ότι ξέραμε.. σαν εκείνο τον κισσό που δες να γαντζώνεται και να τυλίγει το καμένο.. κι εσύ πρέπει να είσαι έτοιμος.. συνέχεια, είπε και η φωτιά δυνάμωσε
σαν ταλαιπωρημένο από δυνατό αέρα χαρτί ζωγράφισε τη λέξη μου

20080307

η μαύρη τρύπα




Σταματάς να εμπιστεύεσαι όσα ήξερες κι αγάπησες, πατήθηκε η παύση, έμεινε το πουλί καρφωμένο στο σύννεφο να κοιτάζει χαμηλά
Βαπτίζεται αμφιβολία αυτό που ως τώρα γαργαλούσε το κεφάλι σου και χαμογελούσες
Αυτό που έκρυβες κάτω απ το στρώμα και το έχωνες στις πιο βαθιές σπηλιές σου όπως κρύβει ο τρελός την τρέλα του, αυτό το πρασινοκόκκινο τερατάκι που κρατούσες σε καταστολή νομίζοντας αργοπεθαίνει σαλεύει στα τυφλά και σου χτυπά το κεφάλι στον τοίχο
Η πίστη στο άυλο, η πλήρης εμπιστοσύνη στον ήχο, η λατρεία του αόρατου, όσα αρκούσαν ως χτες το βράδυ παίρνουν χρώμα βαθύ γκρι σα να κατάπιε ο κρατήρας της λογικής τα χρώματα του ουράνιου τόξου
Γίνονται όλα μισά και δε χαίρεσαι πια γιατί καταλαβαίνεις ότι το μισό που λείπει είσαι εσύ
Έχεις βουτηχτεί με το κεφάλι σε όνειρο υγρό και ρευστό
Η μαύρη τρύπα σε ρουφάει στριφογυρίζοντάς σε με εκπληκτικές φιγούρες τόσο τέλειες που νομίζεις χορεύεις ενώ εσύ σπας σε άπειρα μικρά κομματάκια
Τώρα γίνονται όλα και σαν από θαύμα καλού Θεού ξημερώνει Άνοιξη και αυτά που λάμπουν τριγύρω είναι τα κομματάκια σου και είναι τόσο όμορφα που χαμογελάς ξανά σκύβοντας να τα μαζέψεις
Σαν έτοιμος από καιρό πατάς το play και ξεκαρφώνεις το πουλί από το σύννεφο

20080301

η χρυσή κλωστή



Κεντούσε η ζωή παλάτια μαγικά, πυργοί μυτεροί υψώνονταν ως τον ουρανό
Έπαιζε ο ήλιος κρυφτό στα ορθάνοιχτα παράθυρα, γυάλιζε η θάλασσα έλαμπε γύρω τους και άνθρωποι όμορφοι χόρευαν μέσα τους
Χάζευα καθισμένη στο πιο ψηλό σύννεφο θαμπωμένη από την ομορφιά, μισή στο φως μισή στη σκιά θαύμαζα το κέντημα, χρυσές κλωστές στα ουράνια, ασημένιες στα κύματα, πολύχρωμες στα πρόσωπα
Βελονιά τη βελονιά κεντούσε η ζωή τα θαύματα, στριφογύριζε, καμάρωνε να τα θαυμάσουν όλοι
Και ήρθαν οι λέξεις..αυτές που είναι καταδικασμένες να μ ακολουθούν, στοιβάζονταν στην άκρη της γλώσσας παραξενεμένες από τα σκοτάδια, έσπρωχναν με μανία, παρακαλούσαν, απειλούσαν, καλόπιαναν, θύμωναν αλλά δεν κυλούσε ούτε μισή.
-Άσε με να τρέξω, ψιθύριζε το θαρραλέο ασεμε
-Λύσε με να λυτρωθώ, σιγομουρμούριζαν ασταμάτητα όλα τα λυσεμε μαζί
Μα το στόμα έμενε κλειστό, κρατούσε γερά στα δόντια μαγκωμένη την χρυσή κλωστή που είναι κεντημένο το όνειρο όλο
-Θα ξυλωθεί, θα διαλυθεί και θα γκρεμίσει η γη στα πόδια μας, γλυκοτραγούδησε η ψυχή
-Υπομονή, γουργούρισε η υπομονή και γρήγορα στερέωσε την χρυσή κλωστή γερά,
κρατάει το όνειρο όλο, είπε και κάθησε δίπλα μου στο πιο ψηλό σύννεφο