
Χτίζαμε παρέα, κάθε μέρα, κάθε βράδυ, κάθε λεπτό κάτι χτίζαμε.
Παλιότερα κοιτούσαμε τι έχουμε χτίσει και καμαρώναμε με τις ώρες.
Μετά όλο και πιο σπάνια σταματούσαμε λιγάκι να ρίξουμε μια ματιά και έτσι δεν είδαμε έγκαιρα ότι το χτίσιμο δεν πήγαινε καλά, στράβωνε και δεν το πήραμε χαμπάρι.
Όταν ήρθε η στιγμή και αναγκαστήκαμε να δούμε ως που έχει φτάσει το χτίσιμο, η εικόνα του κτιρίου ήταν απογοητευτική.
Από κάποιο σημείο και μετά οι κακοτεχνίες ήταν απίστευτες, αποκαρδιωτικό το τοπίο.
Δεν έχασα το κουράγιο μου, πίστευα ότι όλα γίνονται και προσπάθησα να το επιδιορθώσω.
Μάταια, έγειρε επικίνδυνα και μια μέρα... έγειρε τόσο πολύ που έπεσε.
Ο θόρυβος ήταν τρομακτικός και τον άκουγα μόνο εγώ, σκόνες και χώματα σηκώθηκαν και έκρυψαν τον ουρανό και αυτά τα είδαν πολλοί.
Όταν μετά από μέρες καταλάγιασε ο πανικός, έτσι ξαφνικά και χωρίς λόγο κοίταξα τι έμεινε.
Δεν μπορεί, σκέφτηκα, τόσα χρόνια χτίζαμε, δεν γίνεται να διαλύθηκαν όλα.
Στην αρχή δεν μπορούσα να δω καλά, περνούσαν οι μέρες όμως και ο χρόνος ο μέγας γιατρός με έκανε και το είδα καθαρά.
Ήταν εκεί μπροστά μου, το έβλεπα μόνο εγώ βέβαια αλλά τι σημασία έχει?
Ό,τι καλό είχαμε φτιάξει έμεινε ακέραιο... για να μου θυμίζει.