Ταξιδεύαμε δυο ώρες περίπου όταν φτάσαμε στην Άρτα, ο μικρός μου γιος καθισμένος στην θέση του συνοδηγού είχε στα χέρια την κάμερα και ότι του άρεσε το έβγαζε φωτογραφία.
Είναι μια καλή απασχόληση για το ταξίδι.
-«Θυμάσαι που σου έλεγα για το γεφύρι της Άρτας? Ετοιμάσου, σε λίγο θα το δούμε από κοντά» του λέω να τον προετοιμάσω.
-«Αλήθεια? Θα δούμε που έχτισαν ζωντανή εκείνη την κακομοίρα την γυναίκα του μάστορα?»
-«Ναι, αυτό»
-«Αυτό που το έχτιζαν το πρωί και το βράδυ γκρεμιζόταν?»
-«Αυτό, ναι»
-«Αυτό που ο μάστορας έβαλε την κακομοίρα την γυναίκα του να την χτίσουν μέσα?»
-«Είπαμε, ναι αυτό»
-«Τι σόι μάστορας ήταν αυτός? Δεν την αγαπούσε μαμά, αν την αγαπούσε δεν θα την άφηνε να την χτίσουν»
-«Την αγαπούσε αλλά δεν γινόταν αλλιώς»,
-«Τότε θα μιλούσε πολύ γι αυτό την έδωσε για χτίσιμο…..»
20060731
20060730
στυλό
Ξέρω ότι ένα μεγάλο μέρος των στυλό που υπάρχουν στα τραπέζια του πρακτορείου πηγαίνει στα σκουπίδια. Μαζεύονται πολλά χαρτιά μικρά, μεγάλα πάνω στα τραπέζια και πετώντας τα, πετάμε και μερικά στυλό.
Ίσως να πέφτουν και πίσω από τα τραπέζια κάποια, λογικό είναι. Τόσοι άνθρωποι τα χρησιμοποιούν, είναι λογικό να χάνονται στην πορεία.
Χρειαζόμαστε ένα κουτί με 100 στυλό κάθε δέκα μέρες περίπου και χτες σκεφτόμουν… πού πάνε όλα αυτά τα στυλό τελικά?
Κάποια καταλήγουν στα σκουπίδια κατά λάθος, κάποια χάνονται πίσω από πάγκους και τραπέζια πάλι κατά λάθος.
Κάποια άλλα σπάνε γιατί όλο και κάποιος θα δαγκώνει το στυλό περιμένοντας να βγει το 45 ή μέχρι να αποφασίσει αν η Λυών θα έρθει χ ή διπλό.
Κάποια άλλα καταλήγουν στις τσέπες των… αφηρημένων, (θέλω να πιστεύω), που τα βάζουν στην τσέπη φεύγοντας.
Τι αξία έχει άλλωστε ένα συνηθισμένο, απλό στυλό? Ένα μόνο, καμιά, εκατοντάδες όμως?
Στυλό πλημμυρισμένα καφέ.. μου πήρε καιρό να καταλάβω πως γίνεται αυτό και μου το είπε ένας πελάτης τελικά
–« Υπάρχει ένα κουταλάκι να ανακατέψω τον καφέ μου ή να πάρω ένα στυλό?»
«Αχα» σκέφτηκα «ώστε έτσι γίνεται» και μου λύθηκε η απορία.
Από τότε φροντίζω να υπάρχουν σε εμφανές σημείο κουταλάκια μιας χρήσης και άφθονα καλαμάκια… αφού χρησιμοποιούν τα στυλό σαν κουταλάκι γιατί να μην τα χρησιμοποιήσουν και σαν καλαμάκι?
Πελάτες μου!
Ίσως να πέφτουν και πίσω από τα τραπέζια κάποια, λογικό είναι. Τόσοι άνθρωποι τα χρησιμοποιούν, είναι λογικό να χάνονται στην πορεία.
Χρειαζόμαστε ένα κουτί με 100 στυλό κάθε δέκα μέρες περίπου και χτες σκεφτόμουν… πού πάνε όλα αυτά τα στυλό τελικά?
Κάποια καταλήγουν στα σκουπίδια κατά λάθος, κάποια χάνονται πίσω από πάγκους και τραπέζια πάλι κατά λάθος.
Κάποια άλλα σπάνε γιατί όλο και κάποιος θα δαγκώνει το στυλό περιμένοντας να βγει το 45 ή μέχρι να αποφασίσει αν η Λυών θα έρθει χ ή διπλό.
Κάποια άλλα καταλήγουν στις τσέπες των… αφηρημένων, (θέλω να πιστεύω), που τα βάζουν στην τσέπη φεύγοντας.
Τι αξία έχει άλλωστε ένα συνηθισμένο, απλό στυλό? Ένα μόνο, καμιά, εκατοντάδες όμως?
Στυλό πλημμυρισμένα καφέ.. μου πήρε καιρό να καταλάβω πως γίνεται αυτό και μου το είπε ένας πελάτης τελικά
–« Υπάρχει ένα κουταλάκι να ανακατέψω τον καφέ μου ή να πάρω ένα στυλό?»
«Αχα» σκέφτηκα «ώστε έτσι γίνεται» και μου λύθηκε η απορία.
Από τότε φροντίζω να υπάρχουν σε εμφανές σημείο κουταλάκια μιας χρήσης και άφθονα καλαμάκια… αφού χρησιμοποιούν τα στυλό σαν κουταλάκι γιατί να μην τα χρησιμοποιήσουν και σαν καλαμάκι?
Πελάτες μου!
20060718
παγωμένα αμύγδαλα με αλάτι
Για πολλά χρόνια το στέκι μου ήταν ένα μπαρακι στην Κυψέλη, το Ύρια.
Ένα παλιό σπίτι ήταν, όμορφα διακοσμημένο και πολύ ζεστό.
Υπάρχει ακόμα το οίκημα αλλά είναι άδειο και εγκαταλειμένο πια.
Θυμάμαι γλέντια εκεί μέσα, παρέες μεγάλες, γέλια, χορούς και πανηγύρια.
Καυγάδες, όμορφες γκαρσόνες, ο Στεφ πίσω από την μπάρα, σφηνάκια τεκίλες, κόσμος.
Κάποια βράδια ερχόταν στο μαγαζί ένας ηλικιωμένος που πουλούσε αμύγδαλα.
΄Ενας παππούς κοντός και παχύς με γκρίζα μαλλιά, στρογγυλό χαμογελαστό πρόσωπο, φορούσε τραγιάσκα και κρατούσε ένα κοφίνι που μέσα είχε πάγο και εκεί πάγωναν αμύγδαλα... τεράστια, στρουμπουλά αμύγδαλα.
Περνούσε ανάμεσα στα τραπέζια χαμογελαστός και όποιος ήθελε τον φώναζε για λίγα αμυγδαλάκια.
Έβαζε ένα μικρό κομματάκι λαδόκολα στον πάγκο και με μια μικρή σέσουλα άφηνε ένα βουναλάκι από παγωμένα αμύγδαλα με μεγάλη προσοχή μην κυλήσει κανένα και πέσει κάτω. Έκλεινε προσεκτικά το κοφίνι με ένα πανί και έβγαζε από την τσέπη του ένα μπουκαλάκι με αλάτι, άλλο ένα βουναλάκι από αλάτι σχηματιζόταν δίπλα στα αμύγδαλα.
100 δραχμές στοίχιζαν, τα έπαιρνε και συνέχιζε την βόλτα του ανάμεσα στα τραπέζια ή και στα άλλα μαγαζιά της περιοχής.
Τον συμπαθούσα αυτόν τον άνθρωπο αλλά ποτέ δεν του μίλησα.
Μόνο μια φορά με είδε κλαμένη, με κοίταξε, χαμογέλασε και μου έκανε δώρο ένα βουναλάκι αμύγδαλα όλο για μένα.
Μεγαλείο.
Ένα παλιό σπίτι ήταν, όμορφα διακοσμημένο και πολύ ζεστό.
Υπάρχει ακόμα το οίκημα αλλά είναι άδειο και εγκαταλειμένο πια.
Θυμάμαι γλέντια εκεί μέσα, παρέες μεγάλες, γέλια, χορούς και πανηγύρια.
Καυγάδες, όμορφες γκαρσόνες, ο Στεφ πίσω από την μπάρα, σφηνάκια τεκίλες, κόσμος.
Κάποια βράδια ερχόταν στο μαγαζί ένας ηλικιωμένος που πουλούσε αμύγδαλα.
΄Ενας παππούς κοντός και παχύς με γκρίζα μαλλιά, στρογγυλό χαμογελαστό πρόσωπο, φορούσε τραγιάσκα και κρατούσε ένα κοφίνι που μέσα είχε πάγο και εκεί πάγωναν αμύγδαλα... τεράστια, στρουμπουλά αμύγδαλα.
Περνούσε ανάμεσα στα τραπέζια χαμογελαστός και όποιος ήθελε τον φώναζε για λίγα αμυγδαλάκια.
Έβαζε ένα μικρό κομματάκι λαδόκολα στον πάγκο και με μια μικρή σέσουλα άφηνε ένα βουναλάκι από παγωμένα αμύγδαλα με μεγάλη προσοχή μην κυλήσει κανένα και πέσει κάτω. Έκλεινε προσεκτικά το κοφίνι με ένα πανί και έβγαζε από την τσέπη του ένα μπουκαλάκι με αλάτι, άλλο ένα βουναλάκι από αλάτι σχηματιζόταν δίπλα στα αμύγδαλα.
100 δραχμές στοίχιζαν, τα έπαιρνε και συνέχιζε την βόλτα του ανάμεσα στα τραπέζια ή και στα άλλα μαγαζιά της περιοχής.
Τον συμπαθούσα αυτόν τον άνθρωπο αλλά ποτέ δεν του μίλησα.
Μόνο μια φορά με είδε κλαμένη, με κοίταξε, χαμογέλασε και μου έκανε δώρο ένα βουναλάκι αμύγδαλα όλο για μένα.
Μεγαλείο.
20060711
φρέσκο αεράκι
20060708
το μωρό μου
Έλα κοντά μου αγοράκι να σου πω λίγο.
Θυμάσαι όταν είχαμε πάει στο νησί και κάθε βράδυ κάναμε βόλτες στην ακρογιαλιά παρατηρώντας πόσο μεγαλώνει το φεγγάρι?
Θυμάσαι που έβρεχε και τρέχαμε να κρυφτούμε στον βράχο?
Θυμάσαι που είδες το άγαλμα στην πλατεία και έκλαιγες μισή ώρα επειδή τρόμαξες?
Θυμάσαι παλιά όταν σε πήγα πρώτη μέρα στο παιδικό σταθμό και με ρώτησες με σιγανή φωνούλα: «Γιατί μαμά δεν με θες κοντά σου?» έκλαιγα ώρες με αυτή την ερώτηση.
Πιο παλιά ακόμα? Όταν σε νανούριζα να κοιμηθείς κι εσύ κρυφογελούσες?
Μήπως θυμάσαι πόσο όμορφος ήσουν στην βάφτισή σου?
Την μέρα που σε φέραμε σπίτι από το μαιευτήριο?
Όταν γεννήθηκες και είχες ένα μεγάλο 7 στο κούτελο από τις προσπάθειες του γιατρού να γεννηθείς φυσιολογικά?
Θυμάσαι?
Πριν 8 χρόνια ήταν.
Χρόνια καλά μωρό μου.
20060707
είδα ένα όνειρο
Είδα ένα όνειρο χτες.
Ήταν μέρα, σαν να ήταν νωρίς το απόγευμα, είχε συννεφιές και στεκόμουν έξω από το μικρό μπαράκι.
Ήμουν στο απέναντι πεζοδρόμιο και κοιτούσα το μαγαζί απέναντί μου.
Ακατάστατο, κούτες και μπουκάλια παντού, χαρτόνια πάνω στα καθίσματα.
Αναστάτωση και πολύ κίτρινο… σαν να φωτίζονταν αλλιώς όλα εκεί μέσα.
Κάτι τράβηξε την προσοχή μου δεξιά, κοιτάζω και βλέπω τον ψηλό να διασχίζει το δρόμο, φορούσε τζιν μπουφάν πολύ φαρδύ.
Του χαμογελάω και με χαιρετά.
Το επόμενο πρωί χτύπησε το κινητό μου και μου θύμισαν ότι ο ψηλός φεύγει σε λίγες μέρες για μεγάλο ταξίδι.
Σύμπτωση?
Θέλω να πιστεύω ότι το υποσυνείδητό μας καμιά φορά είναι ένα βήμα πιο μπροστά.
20060705
20060704
μαλάκας για πάντα
Πρωί πρωί, πριν ακόμα πάω στην δουλειά μου, έπρεπε να κάνω μια δουλίτσα και όπως κάθε φορά που πάω σε κείνο το μέρος, βάζω το καλό χαμόγελο, λέω δυνατά καλημέρες και όποιο στραβομουτσούνιασμα δω από τον τύπο κάνω πως δεν το είδα.
Ό,τι ανάγωγο πει το περνάω στα ελαφρά, ο νους μου είναι πότε να τελειώσει να εξαφανιστώ… ως την επόμενη βδομάδα που θα πρέπει να τον δω πάλι.
Σήμερα έκανα ακριβώς το ίδιο, έβαλα το χαμόγελο και μπήκα αεράτη.
«Καλημέρα» λέω, καμιά απάντηση.
Δεν δίνω σημασία και περιμένω να πάρω το υλικό που είναι υποχρεωμένος να μου δώσει.
Ακριβώς μπροστά μου, πάνω στο τραπέζι ακουμπά όσα πρέπει να μου παραδώσει και εγώ τα τσεκάρω μήπως γίνει κανένα λάθος και χρειαστεί να ξανατρέχω.
«Δύο λίστες πρέπει να μου δώσετε» του λέω όταν βλέπω ότι έχει βάλει μόνο μια
«Αν σου αρέσει» μου απαντά χωρίς να με κοιτάξει και συνεχίζει.
Χίλιες λέξεις ήρθαν στην άκρη της γλώσσας στο δευτερόλεπτο.
Χίλια καντάρια θυμός ξεκίνησε από το στομάχι μου, ανέβηκε με φόρα στο κεφάλι μου και έμεινε εκεί.
Τότε που έπρεπε να του πω να πάει να πηδηχτεί, ή να του δώσω ένα γερό χαστούκι να με θυμάται για πάντα, τότε που το λιγότερο που θα έπρεπε να κάνω είναι να ζητήσω το λόγο που μου μιλά με αυτό τον τρόπο… εγώ έβαλα τα κλάματα.
Βούρκωσα στα ξαφνικά και αν έλεγα έστω και μια λέξη θα μπερδευόταν με λυγμούς και θα ήταν αδύνατον να μιλήσω.
Δεν είπα τίποτα λοιπόν, μάζεψα ότι μου έδωσε και έφυγα μουρμουρίζοντας ένα γεια.
Με δυσκολία οδήγησα και σε όλο το δρόμο σκεφτόμουν… μια φορά μαλάκας, μαλάκας για πάντα.
Ό,τι ανάγωγο πει το περνάω στα ελαφρά, ο νους μου είναι πότε να τελειώσει να εξαφανιστώ… ως την επόμενη βδομάδα που θα πρέπει να τον δω πάλι.
Σήμερα έκανα ακριβώς το ίδιο, έβαλα το χαμόγελο και μπήκα αεράτη.
«Καλημέρα» λέω, καμιά απάντηση.
Δεν δίνω σημασία και περιμένω να πάρω το υλικό που είναι υποχρεωμένος να μου δώσει.
Ακριβώς μπροστά μου, πάνω στο τραπέζι ακουμπά όσα πρέπει να μου παραδώσει και εγώ τα τσεκάρω μήπως γίνει κανένα λάθος και χρειαστεί να ξανατρέχω.
«Δύο λίστες πρέπει να μου δώσετε» του λέω όταν βλέπω ότι έχει βάλει μόνο μια
«Αν σου αρέσει» μου απαντά χωρίς να με κοιτάξει και συνεχίζει.
Χίλιες λέξεις ήρθαν στην άκρη της γλώσσας στο δευτερόλεπτο.
Χίλια καντάρια θυμός ξεκίνησε από το στομάχι μου, ανέβηκε με φόρα στο κεφάλι μου και έμεινε εκεί.
Τότε που έπρεπε να του πω να πάει να πηδηχτεί, ή να του δώσω ένα γερό χαστούκι να με θυμάται για πάντα, τότε που το λιγότερο που θα έπρεπε να κάνω είναι να ζητήσω το λόγο που μου μιλά με αυτό τον τρόπο… εγώ έβαλα τα κλάματα.
Βούρκωσα στα ξαφνικά και αν έλεγα έστω και μια λέξη θα μπερδευόταν με λυγμούς και θα ήταν αδύνατον να μιλήσω.
Δεν είπα τίποτα λοιπόν, μάζεψα ότι μου έδωσε και έφυγα μουρμουρίζοντας ένα γεια.
Με δυσκολία οδήγησα και σε όλο το δρόμο σκεφτόμουν… μια φορά μαλάκας, μαλάκας για πάντα.
20060703
εγώ σε μένα
Την αλήθεια την λέω μόνη μου στον εαυτό μου.
Εγώ την λέω σε μένα.
Το καλύτερο μέρος για να γίνει αυτό είναι ο καθρέφτης.
Και η καλύτερη στιγμή είναι μετά το δεύτερο ουίσκι και λίγο πριν αρχίσω να κλαίω.
Μου μιλάω δυνατά, με κοιτάζω και με βλέπω όπως είμαι, με βρίζω και με παρηγορώ.
Αν την πω και σε κάποιον άλλον θα πονάει λιγότερο?
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)